χειλεοφαγία

χειλεοφαγία
και χειλοφαγία, η, Ν
νευρικό τικ κατά το οποίο ο ασθενής δαγκώνει συνεχώς τα χείλη του.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. cheilophagie < χείλος + -φαγία (< -φαγος*)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”